ερπετολογικός

ερπετολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ερπετολογία ή στον ερπετολόγο («ερπετολογική μελέτη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετο-λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”